- στρεύγω
- Α1. (κατά τον Ησύχ.) «στραγγίζω, ἐξαντλῶ»2. μτφ. στενοχωρώ, προξενώ λύπη3. (κυρίως παθ.) στρεύγομαια) αποβάλλομαι με τη μορφή σταγόνων μετά από πίεση, στραγγίζομαιβ) μτφ. i) εξαντλούμαι, εξασθενώii) θλίβομαι, ταλαιπωρούμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. ωστόσο έχει συνδεθεί με τ. τής Γερμανικής και Βαλτο-Σλαβικής με σημ. «χτυπώ, κακομεταχειρίζομαι»: αρχ. νορβ. strjūka, αγγλοσαξ. stroccian, ρωσ. strogatĭ και λεττον. strūgains. Σύμφωνα με τη σημ. τών προηγούμενων τ., η χρήση τού στρεύγω, -ομαι «στενοχωρώ» και «στραγγίζομαι, εξαντλούμαι» θα μπορούσε να θεωρηθεί μεταφορική].
Dictionary of Greek. 2013.